- νιτρική
- νιτρ-ική, ἡ, taxA on soda, PPetr.3p.294 (iii B.C.), Ostr.Bodl.i 36 (iii B.C.), PTeb.40.5 (ii B.C.), etc.: also -κά, τά, PPetr.3p.302 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
κυτταρινικός — ή, ό αυτός που έχει τη φύση τής κυτταρίνης ή αυτός που περιέχει κυτταρίνη («κυτταρινικά βερνίκια» προϊόντα από νιτρική ή οξική κυτταρίνη, διαλυμένη σε έναν πτητικό διαλύτη, και από κατάλληλες ρητίνες, τα οποία χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη… … Dictionary of Greek
νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… … Dictionary of Greek
νιτροκυτταρίνη — Ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία της κυτταρίνης (ακατέργαστο βαμβάκι ή πολτός ξύλου) με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Οι διάφοροι τύποι ν. έχουν το χαρακτήρα του αρχικού υλικού και διαφέρουν μεταξύ τους σε περιεκτικότητα αζώτου, η … Dictionary of Greek
πιλοκαρπίνη — Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες… … Dictionary of Greek
πλύνος — ὁ, Α [πλύνω] 1. το πλύσιμο 2. κάτι που έχει πλυθεί 3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» νιτρικό σαπούνι β) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» πλύνω γ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» υβρίζομαι … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
φιλμ — το, Ν άκλ. 1. (φωτογρ.) διεθνής ονομασία μεμβράνης από νιτρική κυτταρίνη ή, σήμερα σχεδόν αποκλειστικά, από οξική κυτταρίνη ή πολυεστέρα, επικαλυμμένη με φωτοευαίσθητο γαλάκτωμα που χρησιμοποιείται στις κινηματογραφικές και φωτογραφικές μηχανές 2 … Dictionary of Greek
πυροτεχνήματα — Παρασκευάσματα από εύφλεκτες ύλες που, όταν αναφτούν παράγουν φως, κρότους ή πολύχρωμα φωτεινά σχήματα, που χρησιμοποιούνται για ποικίλους στρατιωτικούς σκοπούς, ως σήματα σε περίπτωση ομίχλης ή ως πυροτεχνήματα διασκέδασης σε γιορτές στο ύπαιθρο … Dictionary of Greek